- δωριανός
- -ή, -ό (Μ δωριανός, -ή, -όν)μάταιος, ψεύτικος, αβάσιμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Δωριανός, Ιωάσαφ — (16ος αι.).Κωδικογράφος και λόγιος ιεροδιδάσκαλος. Καταγόταν από την Κρήτη. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης Λαχνής. Υπήρξε δάσκαλος του Μάξιμου Μαργούνιου και φίλος του Μελέτιου Πηγά. Έγραψε διδαχές και ερμηνείες που σώζονται στον κώδικα 32… … Dictionary of Greek